ψέλνομαι

ψέλνομαι
ψέλνομαι, (ψάλθηκα), ψαλμένος βλ. πίν. 209
——————
Σημειώσεις:
ψέλνω, ψέλνομαι : εκτός από την έννοια του ψάλλω, έχει και την έννοια λέω κάτι σε κάποιον με συνεχή και μονότονο τρόπο.
Η παθητική φωνή ψέλνομαι χρησιμοποιείται σπάνια σε σχέση με το ψάλλομαι.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ψέλνω — ψέλνω, έψαλα βλ. πίν. 235 Σημειώσεις: ψέλνω, ψέλνομαι : εκτός από την έννοια του ψάλλω, έχει και την έννοια λέω κάτι σε κάποιον με συνεχή και μονότονο τρόπο. Η παθητική φωνή ψέλνομαι χρησιμοποιείται σπάνια σε σχέση με το ψάλλομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”