- ψέλνομαι
- ψέλνομαι, (ψάλθηκα), ψαλμένος βλ. πίν. 209——————Σημειώσεις:ψέλνω, ψέλνομαι : εκτός από την έννοια του ψάλλω, έχει και την έννοια λέω κάτι σε κάποιον με συνεχή και μονότονο τρόπο.Η παθητική φωνή ψέλνομαι χρησιμοποιείται σπάνια σε σχέση με το ψάλλομαι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.